προαποπνίγομαι

προαποπνίγομαι
Α
πνίγομαι προηγουμένως («εἴγε ὁρᾱν μέλλω τὸν ἐχθρὸν μου προαποπνιγόμενον», Αίσωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀποπνίγω «πνίγω, στραγγαλίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”